- θέσφατο
- το1. θείος λόγος: Ό,τι μου πει αυτός για μένα είναι θέσφατο.2. στον πληθ., θέσφατα χρησμοί, θείες ελπίδες, εντολές: Ερμηνεύει τα θέσφατα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.